ZT4 Alkaios ~630 - 580

⏒ ‒ ⏑‒ ⏒ ˈ ‒ ⏖ ‒ ⏑ ⏒

⏒ ‒ ⏑‒ ⏒ ˈ ‒ ⏖ ‒ ⏑ ⏒

  ⏒ ‒ ⏑‒ ⏒ ‒ ⏑‒ ⏒

     ‒ ⏖ ‒ ⏖ ˈ ‒ ⏑‒ ⏒          alkäische Strophe 


fr. 46a Diehl

ἀσυννέτημμι τν ἀνέμων στάσιν,

ἀσυννέτημμι: äol. = ἀσυνετέω (συνίημι): verstehe nicht

τὸ μν γὰρ νθεν κμα κυλίνδεται,

κυλίνδομαι: wälze mich

   τὸ δ' νθεν, μμες δ' ν τὸ μέσσον

ἄμμες: äol. = ἡμεῖς / ὂν: äol. = ἀνά

      νι φορήμμεθα σν μελαίναι

νᾶι: äol. = νηί / φορήμμεθα = φερόμεθα (φόρημι äol. = φέρω)
 

χείμωνι μόχθεντες μεγάλωι μάλα·

μοχθέω τινί: leide unter etwas, mühe mich ab

πὲρ μν γὰρ ντλος στοπέδαν ἔχει,

πὲρ = περί / ὁ ἄντλος – Schöpf-/ Kiewlasser / ἡ ἰστοπέδη: Mastschuh

   λαῖφος δὲ πν ζάδηλον δη,

τὸ λαῖφος: Lumpen, Segel / πὰν = πᾶν / ζάδηλος = διάδηλος: zerfetzt

      καὶ λάκιδες μέγαλαι κὰτ αὖτο,

ἡ λακίς: Fetzen / αὖτο: sc. τὸ λαῖφος
 

χόλαισι δ' γκυρραι

χαλάω: lasse nach, werde schlaff / ἡ ἄγκυρρα: Anker


fr. 90 Diehl

ει μὲν Ζεῦς, κ δ' ὀράνω μέγας

ὀράνω = οὐρανοῦ 

χείμων, πεπάγαισιν δ' ὐδάτων ρόαι

πεπάγαισιν = πεπήγασιν: sie sind gefroren

   [ ἔνθεν ]

 

[ ]

κάββαλλε = κατάβαλλε (aus der Ringersprache: niederwerfen)

κάββαλλε τν χείμων', ἐπὶ μν τίθεις

πῦρ ἐπιτιθέναι: Feuer auflegen, entfachen (τίθεις = τιθείς)

πῦρ ν δὲ κέρναις οἶνον ἀφειδέως

ἐγκέρναις von ἐγκέρνημι = ἐγκεράννυμι / ἀφειδέως: reichlich (ohne zu sparen)

   μέλιχρον, αὐτὰρ μφὶ κόρσαι

μέλιχρος: honigsüß / ἡ κόρση: Schläfe

      μόλθακον μφι[⏑‒] γνόφαλλον

μόλθακος = μαλθακός: weich / τὸ γνόφαλλον = κνάφαλλον: Kissen

 

fr. 91 Diehl

οὐ χρῆ κάκοισι θῦμον ἐπιτρέπην,

ἐπιτρέπην = ­ἐπιτρέπειν

προκόψομεν γὰρ οὐδὲν ἀσάμενοι,

προκόπτω: voranschlagen, fördern / ἀσάομαι: sich betrüben

   ὦ Βύκχι, φαρμάκων δ' ἄριστον

 

      οἶνον ἐνεικαμένοις μεθύσθην

ἐνεικαμένοις = ἐνεγκαμένοις / μεθύσθην = μεθυσθῆναι: sich zu betrinken


fr. 94 Diehl

τέγγε πλεύμονας οἴνωι, τὸ γὰρ στρον περιτέλλεται,

τέγγω: benetze / τὸ ἄστρον: hier Sirius (Hitzestern) /
περιτέλλεσθαι: die Kreisbahn vollenden, sich wenden /

ἀ δ' ὤρα χαλέπα, πάντα δὲ δίψαις' ὐπὰ καύματος,

δίψαισι = διψῶσι: sie dürsten, verdursten / ὐπὰ = ὑπό

ἄχει δ' ἐκ πετάλων ἄδεα τέττιξ ...

ἄχει = ἠχεῖ / τὸ πέταλον: das Blatt / ἄδεα = ἡδέα / ἡ τέττιξ: Zikade

ἄνθει δὲ σκόλυμος, νῦν δὲ γύναικες μιαρώταται

ὁ σκόλυμος: Artischocke / μιαρός: schmutzig, gemein

λέπτοι δ' ἄνδρες, ἐπεὶ [ ] κεφάλαν καὶ γόνα Σείριος

λέπτος = λεπτός: dünn, schwach

ἄσδει

ἄσδην = ἅζειν: dörren 

‒ ‒ ‒ ⏖ ‒ˈ‒ ⏖ ‒ ˈ‒ ⏖ ‒ ⏑‒         Asklepiadeos maior